Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Να !!!






Η σούπα


Αν είναι ν' αποκοιμηθώ
και να πνιγώ στη σούπα
θα σκαρφαλώσω να σωθώ
στης μάγισσας τη σκούπα

Ν' αρχίσω τα φακιρικά
με φίλτρα και με μάγια
και να τους στείλω κήρυκα
τη μοναξιά τη κάργια

Να μείνουν στα αζήτητα
όλες οι εξουσίες
να τις πατούν αλύπητα
οι αμαξοστοιχίες

Και 'γω σαν το αεράκι
στ' ουρανού το μπαλκονάκι
φουσκωμένο μπαλονάκι
να τους κάνω «μπαμ»
Να παθαίνουν οι λακέδες
της ζωής μου οι χαβαλέδες
κι όλοι αυτοί οι σκερβελέδες
μόνιμο σαρδάμ

Αν είναι να 'μαι αριθμός
στατιστικής αξίας
καλύτερα πρωθυπουργός
της πλήρους απραξίας

Κι αν πρέπει να συναλλαγώ
με την οικονομία
τους τραπεζίτες προτιμώ
στην οδοντοστοιχία

Μα αν πρέπει να 'μαι συνεργός
στο μπάχαλο του κόσμου
ας γίνω πυροτεχνουργός
κι ένα φιτίλι δώσ' μου

Και 'γω σαν το αεράκι
στ' ουρανού το μπαλκονάκι
φουσκωμένο μπαλονάκι
να τους κάνω «μπαμ»
να παθαίνουν οι λακέδες
της ζωής μου οι χαβαλέδες
κι όλοι αυτοί οι σκερβελέδες
μόνιμο σαρδάμ


Στίχοι- μουσική: Απόστολος Μπουλασίκης
Ερμηνεία:Βασίλης Παπακωνσταντίνου


Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

3' και 53''

Τρία λεπτά και πενηντατρία δεύτερα!
Τόσο κρατάει η "εικονική" χρονική αναδρομή μου στο χώρο των blogs.
Κάντε υπομονή μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Υπάρχει λόγος...




Οι εικόνες του βιντεοκλίπ είναι από αναρτήσεις και των τριών blogs μου.

Ανάσα του Βορρά, Breathless, Ανασαιμιά.

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

Φορώντας τη μάσκα.

Αν τώρα εσύ ήρθες εδώ για να διαβάσεις τη συνέχεια εκ του προηγουμένου…τη πάτησες! Θα την έχεις, αλλά μετά τις απόκριες. Λέω αυτές τις μέρες να κινηθώ(ή να λικνιστώ), στο κλίμα των ημερών της αποκριάς. Είναι μέρες κεφιού και δεν θα ήθελα να γράφω ψυχοπλακωτικές ιστοριούλες. Όπως και να ‘χει αληθινές ή φανταστικές ή πιο σωστά φανταστικοαληθινές, την ώρα που τις γράφω παθιάζομαι, μπαίνω στο πετσί του ρόλου ή στο πετσί του πραγματικού μου εαυτού και γίνομαι ένα ψυχικό ράκος. Αυτοψυχαναλύομαι ενώ ταυτόχρονα αυτοψυχαναλώνομαι.


Είπα λοιπόν να βάλω τη μάσκα μου και να το ρίξω λίγο έξω ρε αδελφέ, με κεφάτες αναρτήσεις ίσως ακόμα και Αριστοφανικές αν μου κάτσει η έμπνευση και η διάθεση . Τώρα θα μου πεις «πες μας από πού ψώνισες κέφι με τόσα που γίνονται, να πάμε να πάρουμε κι εμείς». Μα γι αυτό ακριβώς όπως βλέπεις -και θα βλέπεις σε όλη τη διάρκεια του τριωδίου-φόρεσα μάσκα.

Άλλοι φοράνε μάσκα για να δείχνουν θλιμμένοι, τάχα μου τάχα μου, με όσα γίνονται (όρα πολιτικοί, για να μη πάει ο νου σου αλλού, αλλά και όχι μόνο και ας πάει ο νους σου αλλού!) Άλλοι φοράνε μάσκα για να δείχνουν χαρούμενοι. Τελικά νομίζω ότι το δεύτερο είναι πολύ πιο δύσκολο. Να δείχνεις μες τη καλή χαρά ενώ δεν είσαι. Σε τσακίζει στη κυριολεξία. Δύσκολος ρόλος! Σα να σ'ακούω να μου λες... τελικά έχεις κέφια ή μας το παίζεις; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Λένε ότι όταν πεις πολλές φορές τη φράση «είμαι καλά» στο τέλος το πιστεύεις και είσαι καλά.

ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ!


ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ!


ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ!


Τη Δευτέρα μη ξεχάσω να πάω να τα στάξω στη τράπεζα, για τα δάνεια τις πιστωτικές, τη ΔΕΗ, το τηλέφωνο και το ίντερνετ.


ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ!


ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ!


Ηρθε χαρτί από το τέβε που λέει: «Αν δεν προβείτε το συντομότερο για τη τακτοποίηση των οφειλών σας…»


ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ(!?!?)

ή θα έρθουν να με μαζέψουν αυτοί με τα άσπρα;


Φοράω τη μάσκα μου λοιπόν και να 'μαι! Ωραίο πράγμα οι απόκριες. Άλλοι φοράνε μάσκα για να κρύψουν τον πραγματικό τους εαυτό και άλλοι για να τολμήσουν να βγάλουν αυτό που πραγματικά είναι. «Όλοι είμαστε κάποιοι άλλοι» πολύ σοφά λέει ο άλλος ρε... Αν και μεταξύ μας, καλύτερη μάσκα από αυτή του άγνωστου μεταξύ αγνώστων μέσα στο διαδίκτυο δεν έχει. Τώρα σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκω; Ε αυτό θα το κρίνεις εσύ που με ξέρεις κάτι πάνω από ένα χρόνο. Όσο δε για σένα που πρόσφατα με γνώρισες και δε με ξέρεις καλά…θα με μάθεις. Δεν είναι δύσκολο άλλωστε. Μου το είπε και ένας φίλος μου κάποτε. «Είσαι προβλέψιμη»! Καλύτερα να μ’ έλεγε «μια που τ’αναφέραμε…» παρά να με πει προβλέψιμη. Άρα χωρίς να εκπέμπω κανένα μυστήριο προς εξερεύνηση, καμιά έκπληξη η άχρηστη εγώ, άρα ανιαρή, άρα βαρετή!

Το πήρα πολύ βαρέως η δικιά σου. Ρε μπας; Όλοι οι άλλοι που δείχνουν να περνάνε καλά μαζί μου, δε πλήττουν και τους αρέσει η παρέα μου, παίζουν θέατρο;

«Είναι δεδομένο ότι όλοι χρειαζόμαστε τον σεβασμό και την εκτίμηση των άλλων για να οικοδομήσουμε την αυτοπεποίθησή μας».

Το είπε ο Χόρχε Μουκάι αυτό, ψυχολόγος-συγγραφέας. Εδώ θα κάνω μια παρένθεση για να σας πω μια ιστορία του (με δικά μου λόγια) που διάβασα πρόσφατα στο βιβλίο του "Να σου πω μια ιστορία".(Πατήστε το λινκ να διαβάσετε για το βιβλίο αυτό, αξίζει το κόπο).


«Μια φορά ένας νεαρός πήγε να ζητήσει τη βοήθεια ενός σοφού γιατί ένοιωθε τόσο ασήμαντος που δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Πίστευε ότι δεν αξίζει τίποτα.. Πάει λοιπόν στον σοφό και του λέει με βλέμμα χαμηλωμένο το και το. Του λέει τότε ο σοφός.

- Για να σε κάνω καλά πρέπει να μου κάνεις μια χάρη. Πάρε αυτό το δαχτυλίδι και να πας να το πουλήσεις στην αγορά. Είναι ανάγκη γιατί πρέπει να πληρώσω ένα χρέος. Να πάρεις όσα πια πολλά χρήματα μπορείς. Με κανέναν τρόπο να μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί.

Απόρησε το παιδί γι αυτό που του ζήτησε, όμως δεν ήθελε να κακοκαρδίσει τον σοφό και πήγε στην αγορά. ‘Όλοι οι έμποροι έδειξαν ενδιαφέρον για το δαχτυλίδι αλλά όταν ο νεαρός έλεγε τη τιμή, γελούσαν λέγοντάς του ότι δεν υπάρχει περίπτωση να το πουλήσει πάνω από ένα ασημένιο νόμισμα. Όλη μέρα γυρνούσε στην αγορά και πράγματι κανένας δε του έδινε περισσότερα από ένα ασημένιο νόμισμα.. Απογοητευμένος που δε μπόρεσε να εξυπηρετήσει το σοφό γύρισε πίσω.

-Δυστυχώς δε μπόρεσα να το πουλήσω το δαχτυλίδι, δε μπορώ να ξεγελάσω κανέναν για τη πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.

-Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, του είπε ο σοφός .Γι αυτό πρέπει να μάθουμε την αληθινή του αξία.

- Πήγαινε σε έναν κοσμηματοπώλη. Πες του ότι θέλεις να του το πουλήσεις και ρώτα πόσο το εκτιμάει, αλλά μη του το δώσεις όσα και αν σου προσφέρει. Να γυρίσεις πίσω με το δαχτυλίδι.

Πάει λοιπόν ο φίλος μας στον ειδικό και του δείχνει το δαχτυλίδι ρωτώντας την αξία του.

- Αυτό είναι ένα σπάνιο κομμάτι, του λέει ο κοσμηματοπώλης. Σου δίνω 58 χρυσά νομίσματα για να μου το δώσεις. Αν όμως κάνεις λίγο υπομονή μπορούμε να το πουλήσουμε και μέχρι 70 χρυσά νομίσματα.

Έχει μείνει άναυδος νεαρός και τρέχει χαρούμενος να πει τα νέα στο σοφό.

-Κάθισε, του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. Είσαι και συ σαν κι αυτό το δαχτυλίδι. Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο πρέπει να σ’ εκτιμήσει ένας αληθινά ειδικός. Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις από δω κι από κει ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας τη πραγματική σου αξία;»

Έτσι που λες κι εγώ μετά το «προβλέψιμη» έτρεξα στην «ειδική», εδώ και δεκαεννέα χρόνια κολλητή μου.

-Αγγέλα μου, είμαι προβλέψιμη;

- Προβλέψιμη δεν είσαι! Είσαι όμως και ηλίθια και μαλάκας! Είναι δυνατόν εσύ, που υποτίθεται με ξέρεις καλύτερα από τον καθένα, να έκανα ποτέ τόσα χρόνια παρέα με κάποια…προβλέψιμη; Θα είχα πεθάνει από ανία!

-Όχι ρε φιλενάδα, της απαντάω δε σε ξέρω για τέτοια, όμως δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσες να κάνεις παρέα με κάποια ηλίθια και μαλακισμένη. Με απογοητεύεις φιλενάδα!

Φυσικά ξεραθήκαμε στα στα γέλια. Εξ άλλου αυτός είναι ακόμα ένας λόγος που υπάρχουν οι πραγματικοί φίλοι. Να γελάς τη μια στιγμή, να μαλώνεις την άλλη και να ξαναγελάς, όταν κάποια στιγμή γίνει η διαπίστωση ότι στη ροή του λόγου και της αψιμαχίας, έχει ξεχαστεί η αρχική αιτία του καυγά και της διαφωνίας.

Ότι δηλαδή έπαθα και γω τώρα. Για άλλο λόγο ξεκίνησα αυτό το ποστ, άλλα είχα κατά νου να γράψω και άλλα έγραψα.

Και μη με ρωτήσεις τι πίνω και δε σου δίνω. Τίποτα απολύτως! Μα το Διόνυσο σου λέω!


'Aραγε να'μαι κάποια άλλη;


Εγώ και τα αβατάρια μου!

Τώρα θυμήθηκα τον λόγο που ξεκίνησα αυτή την ανάρτηση!

Το Σκουλικάκι μας (που μου έκανε δώρο το αβατάρ μου με μάσκα) σε ένα παλιότερο πόστ ξεκίνησε ένα νέο Blog game με τίτλο «your avatar story”(και γαμώ το αγγλικο σου μέσα!), πως δηλαδή επιλέξαμε το αβατάρ μας (σε ελεύθερη Anasaimia's μετάφραση).

Σα ξεκίνημα έδωσε πάσα σε όλους. Αποφάσισα να πηδήξω και να πιάσω τη μπάλα , αν και όπως ξέρεις δε τα πάω καλά με τα μπλογκοπαίχνιδα (σε αντίθεση με άλλα παιχνίδια). Είναι όμως ένας τρόπος να βγάλω από πάνω μου, την υποχρέωση που της έχω μετά από την αφιέρωση-δώρο που μου έκανε. (Γιαβρί μου εσύ!)


Αν θυμάσαι στην Ανάσα του Βορρά -το πρώτο μου μπλογκ για τους νεοαφιχθέντες-, άλλαζα αβατάρ κάθε τρεις και λίγο, ανάλογα με τις φάσεις της σελήνης (μου). Στην Ανασαιμιά, όταν αποφάσισα να κόψω το μάτι με το δάκρυ που έφερα από τη Breathless-το δεύτερο μπλογκ μου- (τσιγγάνικο το κατάντησα το blogging), άρχισα να ψάχνω κάτι που να εκφράζει το μέσα μου που δεν έχει καμιά σχέση με το έξω μου, απαραιτήτως να υπάρχει στο ΄να χέρι το τσιγάρο (το μπεγλέρι στ’ άλλο δεν είναι απαραίτητο), και το σημαντικότερο να μου αρέσει τόσο ώστε να μην χρειαστεί να αλλάξω ξανά αβατάρ, αν και αυτό λίγο ζόρικο το βλέπω με το χαρακτήρα που 'χω…

Βρήκα δύο αβατάρια που λες και επί μία βδομάδα δε μπορούσα να διαλέξω ποιο θα χρησιμοποιήσω.

Η αποφασιστικότητα είναι ακόμα ένα από πλεονεκτήματα της προσωπικότητάς μου.

Πάω λοιπόν στο φίλο-που με είχε πει προβλέψιμη, μη χέσω- και αφού του τα δείχνω του λέω:


-Ποιο να διαλέξω; Το νούμερο ένα ή το νούμερο δύο;

-Το νούμερο δύο ρε νούμερο!Μου λέει.

Έτσι λοιπόν, διάλεξα τελικά το νούμερο ένα. Αυτό δηλαδή που ήδη γνωρίζετε.


Τώρα εγώ πρέπει να κάνω πάσα σε κάποια άτομα.(Σε πόσα ρε Σκουλικάκι δε μου είπες, γι αυτό βάζω μερικά στη τύχη)


Νατάσα-Φαραόνα,
Venceremos,
Μαριάνα (του πάγου),
Σκρουτζάκος,
Λεοντόκαρδος ,
Λευκή
αλλά και σε όλους όσους θέλουν να μας πουν την ιστορία του αβατάρ τους.






ΚΑΛΗ ΑΠΟΚΡΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

O τοίχος

Διήγημα

Η δυνατή βροχή όρμησε κατά πάνω της αγριεμένη, μόλις η Αγγελική κατέβηκε από το αυτοκίνητό της. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ και πήρε βιαστικά στα χέρια τις βαριές σακούλες του σούπερ μάρκετ. Μπήκε στο ασανσέρ, σήκωσε με δυσκολία το φορτωμένο της χέρι και πάτησε με τον αγκώνα το κουμπί του τρίτου ορόφου της παλιάς πολυκατοικίας όπου έμενε. Όταν το ασανσέρ σταμάτησε, έσπρωξε με δύναμη τη πόρτα με τη πλάτη της, ενώ κρατούσε στο στόμα της το μπρελόκ με τα κλειδιά της. Ο εκνευρισμός ακολούθησε την αρχική της έκπληξη. Την είσοδο του διαμερίσματός της έφραζε ο σκούρος όγκος μια δίφυλλης ντουλάπας. Άρχισε να βρίζει μέσα απ’ τα δόντια της, μα σταμάτησε απότομα όταν άκουσε μια βραχνή αντρική φωνή.

-Συγνώμη…τη μεταφέρουμε τώρα αμέσως!

Στράφηκε απότομα προς τη φωνή. Τότε πρόσεξε ότι η πόρτα του διπλανού, για αρκετό καιρό άδειου διαμερίσματος, ήταν ορθάνοιχτη και στο άνοιγμά της στέκονταν…δύο μάτια. Ναι!

Αυτό ήταν το πρώτο που είδε, ίσως και το μόνο. Ένα βλέμμα που την ακινητοποίησε.

Τα μάτια του…

Ήταν σα να είχαν μπει σ’ ένα φωτεινό πλαίσιο και την κοίταζαν εξεταστικά. Έμεινε να κοιτάζει μόνο, αδιαφορώντας για το βάρος που κουβαλούσε και την αστεία φάτσα της, με τα κλειδιά να κρέμονται στο σαγόνι της.

Τα μάτια του…

Ένοιωσε να την αγγίζουν παντού και να εισβάλλουν μέσα της. Ενεργοποιούσαν τη παρουσία τους και αισθάνθηκε μια δόνηση από τη πρώτη στιγμή που εκείνο το βλέμμα έπεσε πάνω της. Για μερικά δευτερόλεπτα άκουγε το βλέμμα του και τον μονόλογο των ματιών του.

-Έχω αγοράσει αυτό το διαμέρισμα και ένας φίλος με βοηθάει στη μετακόμιση. Είμαι ο Νικόλας.

Όταν η Αγγελική ανέκτησε και πάλι τον έλεγχο του εαυτού της, συστήθηκε κι αυτή, αλλά γνώριζε πολύ καλά πως στη στιγμή του χρόνου που μόλις είχε προηγηθεί ειπώθηκε κάτι πολύ μεγάλο. Τόσο μεγάλο που είχε ήδη αρχίσει να τη μεταμορφώνει.

Οι ισορροπίες της είχαν ανατραπεί.

Η ντουλάπα σύρθηκε και άνοιξε τη πόρτα υπνωτισμένη. Εκεί, μέσα στο μικρό της διαμέρισμα, σα να ξημέρωσε ξαφνικά μια καινούργια ηλιόλουστη μέρα, που αναστάτωσε τα πάντα. Έκανε τα κάδρα στους τοίχους να λάμπουν, τα έπιπλα να χειροκροτούν, κι εκείνη…Εκείνη την έκανε να αισθάνεται ερωτευμένη. Έτοιμη μετά από εικοσιέξι ολόκληρα χρόνια να νοιώσει ξανά αυτό το συναίσθημα. Παράτησε τα ψώνια στο πάγκο της κουζίνας και όπως ήταν με βρεμένα ρούχα έπεσε σε μια πολυθρόνα, έγειρε το κεφάλι πίσω και απολάμβανε τον ακανόνιστο, υπέροχο, μοναδικό, χτύπο της καρδιά της.


Η Αγγελική, σε ένα μήνα έκλεινε τα πενήντα. Είχε μείνει χήρα λίγο μετά το γάμο της, όταν ο άντρας που λάτρευε και παντρεύτηκε μετά από τρία χρόνια σχέσης, σκοτώθηκε σε τροχαίο καθώς επέστρεφε με το μηχανάκι από τη δουλειά του. Η Αγγελική τότε ήταν έγκυος στον έβδομο μήνα και μόλις είκοσι τεσσάρων χρονών. Την επόμενη της κηδείας γέννησε πρόωρα έναν γιο. Από τότε ζούσε μόνο γι αυτόν. Χαμογελούσε πλέον μόνο σ’ αυτόν. Δούλευε στο λογιστήριο μιας μεγάλης πολυεθνικής, ενώ μερικά απογεύματα της εβδομάδας βοηθούσε σε ένα λογιστικό γραφείο , για να μπορέσει να τον μεγαλώσει και αργότερα να τον σπουδάσει. Όλο της το ενδιαφέρον ήταν στραμμένο στον Αργύρη, που ήταν και το όνομα του άντρα της. Ο Αργύρης τελείωσε τη φιλοσοφική και μετά το στρατιωτικό χωρίς να απομακρυνθεί από τη πόλη που έμεναν. Λίγο καιρό μετά διορίστηκε ως αναπληρωματικός φιλόλογος σε μια άλλη πόλη πολύ μακριά. Η Αγγελική σταμάτησε από τη δεύτερη δουλειά. Δεν υπήρχε πλέον λόγος να κουράζεται τόσο. Το κενό από την απουσία του γιου της εδώ και δεκαπέντε μέρες ήταν τεράστιο. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι αυτό οφείλονταν στο ότι ζούσε αποκλειστικά και μόνο μέσα από τη δική του ζωή, έχοντας ξεχάσει τη δική της ύπαρξη, της προκάλεσε σοκ.


Σηκώθηκε από τη πολυθρόνα και μπήκε να κάνει ένα ζεστό μπάνιο γιατί είχε αρχίσει να νοιώθει το κορμί της να παγώνει. Έριξε μια ματιά στον μεγάλο καθρέφτη του μπάνιου. Έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό της. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη από την εικόνα που έβλεπε. Πόσο καιρό αλήθεια είχε να παρατηρήσει τον εαυτό της; Πρόσεξε τις σακούλες κάτω από τα μάτια της, μια κάθετη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της, δυο βαθιές χαραματιές που ξεκινούσαν από το τελείωμα της μύτης και έφταναν μέχρι κάτω από τις άκρες των χειλιών της. Όσο για το σώμα της, ο χρόνος και η αδιαφορία είχαν επιφέρει καταστροφικές αλλαγές, που τόσα χρόνια τώρα δεν το είχε αντιληφθεί καν. Σ’ αυτό το σώμα όμως κατοικούσε η δική της ζωή που τώρα έμοιαζε με μια νέα χώρα που μέσα, γύρω και πλάι της ήθελε να κατοικήσει. Να την εξερευνήσει, αυτό ήθελε. Να τη γνωρίσει. Να αξιωθεί στη γνώση των μυστικών και της ανείπωτης ομορφιάς της. Δεν ήθελε να την κατακτήσει. Απλά ήθελε να της δοθεί και με τα χέρια ανοιχτά να την υποδεχτεί σε ένα παντοτινό καλωσόρισμα.

Για μέρες ένοιωθε πάνω της εκείνο το σταθερό, βέβαιο βλέμμα του Νικόλα. Ηλικιακά τον υπολόγισε γύρω στα πενήντα πέντε. Μισό κεφάλι ψηλότερος απ’ αυτήν, δεν θα μπορούσες να τον πεις όμορφο μα ούτε άσκημο. Δεν ήξερε τίποτα άλλο γι αυτόν.

Άρχισε να ψάχνει δικαιολογίες να βρεθεί στο οπτικό του πεδίο. Να συναντηθούν δήθεν τυχαία, στο διάδρομο, στο ασανσέρ, στο μπαλκόνι που μόνο ένα χαμηλό τοιχάκι οριοθετούσε την ιδιοκτησία. Ένα πρωί πριν φύγει για τη δουλειά της και ενώ άπλωνε κάτι ρούχα, τον πέτυχε την ώρα που βγήκε στο μπαλκόνι να αφήσει τα σκουπίδια . Της τράβηξαν τη προσοχή τα γυμνά του μπράτσα. Φορούσε μόνο ένα μαύρο αμάνικο φανελάκι, από τη λαιμόκοψη του οποίου ξεπηδούσαν μια τούφα γκρίζες τρίχες, εικόνα που την έκανε να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της και να μη μπορεί να συγκρατήσει το τρέμουλο που τη συνεπήρε.

-Κρύο σήμερα, της είπε και βιάστηκε να ξαναμπεί μέσα χωρίς να περιμένει την απάντησή της.

Τα βράδια κρατώντας ένα ποτήρι κρασί στο χέρι κολλούσε πάνω στο μεσότοιχο που χώριζε τα διαμερίσματα και άκουγε τη καθημερινότητά του. Ήταν μόνος. Το σώμα της αφουγκραζόταν, ο ουρανίσκος της ένοιωθε τη μυστική του γεύση και αυτό την ηρεμούσε. Κάτι έπρεπε να κάνει.

Έπαιρνε αποφάσεις και τις αναιρούσε στο λεπτό. Τάιζε το μυαλό της με φαντασιώσεις, κάνοντας έρωτα με κείνη τη ματιά. Ελισσόταν στο μεταίχμιο του πραγματικού και μη, κινιόταν σε συνθήκες που αυτοανατρέπονταν συνεχώς.

Μια Δευτέρα απόγευμα συναντήθηκαν στην είσοδο της πολυκατοικίας.

-Καλησπέρα Αγγελική!

-Γειά σου Νικόλα.

-Πως πέρασες το Σαββατοκύριακο;

Όχι όμορφα αλλά ούτε και βαρετά. Σε σκεφτόμουν συνεχώς. Σε ήθελα πλάι μου. Ονειρευόμουν να ήμουν χωμένη μέσα στην αγκαλιά σου. Να συζητάμε, να βλέπουμε τηλεόραση, να κάνουμε έρωτα να…είπε μέσα της η Αγγελική.

-Ωραία, ήταν η απάντηση της που συνοδεύτηκε από ένα χαμόγελο.

Μπήκαν μαζί στο ασανσέρ χωρίς να ανταλλάξουν άλλη κουβέντα, εκτός από ένα «καλό βράδυ» καθώς ο καθένας έβαζε το κλειδί στη πόρτα του διαμερίσματός του.

Φαινόταν μοναχικός άνθρωπος και λιγομίλητος. Οι ένοικοι της πολυκατοικίας, του είχαν ήδη δώσει τον χαρακτηρισμό του μονόχνοτου και ιδιόρρυθμου. Εκείνη όμως απέφευγε να του προσδώσει χαρακτηρισμούς .

Θα ήθελε πρώτα να ταξιδέψει στα τρίσβαθα του μυαλού του και αν ήταν δυνατόν να εξηγήσει τις πιο απόκρυφες σκέψεις του. "Για να γνωρίσεις κάποιον, σκεφτόταν, πρέπει να προσεγγίσεις τη ψυχή του". Πού όμως να ψάξει να τη βρει; Πώς να ξεπεράσει και να διαπεράσει αυτό το μυστήριο βλέμμα και να εισχωρήσει μέχρι εκεί;

Σήμερα ένα μήνα ακριβώς από τη γνωριμία τους, είναι η μέρα των γενεθλίων της. Μέσα σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα έκανε δώρο στον εαυτό της σημαντικές αλλαγές, από τα μαλλιά της μέχρι το στυλ ντυσίματός της.

Το πρωί που συναντήθηκαν φεύγοντας για τη δουλειά, της φάνηκε ότι είδε και κάτι διαφορετικό στο λατρεμένο αυτό βλέμμα . Κάτι σαν σπίθα. Μα εκτός από τη τυπική χαμογελαστή «καλημέρα», δεν ειπώθηκε τίποτα περισσότερο. Να ήταν ιδέα της άραγε;

Πρώτη φορά που θα γιόρταζε μόνη της το βράδυ των γενεθλίων της. Το περίεργο όμως ήταν ότι δεν τη πείραζε καθόλου αυτό. Αντιθέτως ένοιωθε μια υποψία ευτυχίας. Από την άλλη πλευρά του τοίχου, σε μικρή απόσταση ήταν Αυτός. Ο μόνος που θα ήθελε για συντροφιά αυτή τη νύχτα.

Στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη και θαύμασε τη γυναίκα με το βαθύ ντεκολτέ που έβλεπε απέναντί της. Όχι ότι κατάφερε να δείχνει πιο νέα. Αλλά πέτυχε τουλάχιστον να μη δείχνει μεγαλύτερη από την ηλικία της, όπως μέχρι τώρα συνέβαινε. Το σημαντικότερο ήταν ότι εδώ και καιρό είχε παρατηρήσει στα δικά της μάτια μια λάμψη που της φώτιζε όλο το πρόσωπο. Μια φωτεινότητα που δεν είχε να κάνει ούτε με την αλλαγή του χρώματος των μαλλιών της, ούτε με τα καλλυντικά που είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί. Γνωρίζοντας τη προέλευση χαμογέλασε στο είδωλό της κλείνοντας του το μάτι. Σήμερα εκτός από τα γενέθλιά της, θα γιόρταζε τον ένα μήνα από το ξύπνημα της «γυναίκας» από τη χειμερία νάρκη.

Άνοιξε τη μουσική και στο χώρο ξεχύθηκαν μπαλάντες της δεκαετίας του εβδομήντα. Εκεί είχε μείνει μουσικά.

-Μήπως παραλογίζεσαι; Άκουσε τη φωνή του νου να έχει όρεξη για διάλογο.

Η Αγγελική όμως δεν είχε τέτοια διάθεση, ειδικά σήμερα.

-Λοιπόν; Ποιος είναι αυτός άνθρωπος που λες ότι είσαι ερωτευμένη μαζί του; Τι ξέρεις γι αυτόν; Που πάει αυτά τα δυο-τρία βράδια της εβδομάδας που τον ακούς να φεύγει; Σκέφτηκες ότι μπορεί να υπάρχει άλλη γυναίκα στη ζωή του;

Και μόνο σ’ αυτή τη σκέψη η Αγγελική ένοιωσε ένα αγκάθι να της τρυπάει τη καρδιά. Έστειλε το απεγνωσμένο της βλέμμα ν’ αναπαυτεί σε κάτι ασπρόμαυρες μαξιλάρες του σαλονιού ενώ ταυτόχρονα ετοιμαζόταν για αντεπίθεση.

-Δεν δέχομαι τα σύνορα που μου θέτεις. Δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγομαι. Η καρδιά μου έχει αγριέψει και μ’ αρέσει αυτό. Η μοναδική επιθυμία που έχω είναι να χιμήξω σ’ αυτό που λένε ζωή, να ξεσκίσω αυτό το δίχτυ που εσύ θέτεις, λέγοντας μου ότι πρέπει να λογικευτώ.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που λογομαχούσε με τη λογική το τελευταίο διάστημα. Μα ήξερε πια τον τρόπο να τη σταματήσει. Με δυο ποτήρια φτηνό κρασί της βούλωνε το στόμα.

-Αυτή η νύχτα είναι δικιά μου. Αυτή τη νύχτα δε γουστάρω κανέναν κυρία λογική, πολύ περισσότερο εσένα. Δε θα σε αφήσω να μου τη χαλάσεις με τίποτα, είπε καθώς έπινε μονορούφι το πρώτο ποτήρι.

Κάτι πήγε να της πει η λογική μα στο δεύτερο ποτήρι είχε ξεχάσει τα λόγια της κι έτσι σιώπησε.

Η Αγγελική κρατώντας στο αριστερό χέρι το τρίτο ποτήρι κρασί, πήρε τη συνηθισμένη της θέση στηρίζοντας όλο το σώμα της στην αγαπημένη μεσοτοιχία. Οι ομιλίες που ακούγονταν από δίπλα είχαν προέλευση τη τηλεόραση. Έβλεπε τις βραδινές ειδήσεις. Υπέθεσε ότι ήταν ξαπλωμένος στο καναπέ που πρέπει να βρισκόταν ακριβώς από την άλλη πλευρά του τοίχου.

-Μη φύγεις σήμερα…μη φύγεις. Μείνε μαζί μου, του ψιθύρισε.

Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε τη παλάμη του δεξιού χεριού στη σκληρή κρύα επιφάνεια. Έμεινε για λίγο έτσι ξέροντας ότι τη χώριζαν από κείνον μόνο λίγα εκατοστά. Της φάνηκε ότι μύρισε αντρικό αφρόλουτρο. Τον «είδε» ξαπλωμένο εκεί δίπλα με το μπουρνούζι.

Σα να ένοιωσε ότι ο τοίχος ζεστάθηκε, ότι απέκτησε θερμοκρασία σώματος. Σα να άκουσε μια καρδιά να χτυπάει στο σημείο που είχε κολλημένο το αυτί της. Τα δάχτυλα της σκίρτησαν και οι άκρες τους άρχισαν να χαϊδεύουν απαλά το τοίχο. Με μια ανεπαίσθητη κίνηση έτριψε μεταξύ τους τα δάχτυλά της. Ένοιωσε ότι ανάμεσα σ’ αυτά υπήρχαν λεπτές τρίχες αντρικού στέρνου. Ένα μούδιασμα σε όλο της το κορμί και δυο σκιρτήματα ανάμεσα στους λαγόνες της την έκαναν να χαμογελάσει. Το χέρι της άρχισε να κατεβαίνει αργά στο “σώμα” που άγγιζε, ενώ πίεζε ελαφρά τα νύχια της ξύνοντας τον τοίχο. Αισθάνθηκε στη παλάμη της ακόμα και την καμπύλη του στομαχιού και στη συνέχεια της κοιλιάς.

Τα βήματα που ακούστηκαν την έκαναν ν’ ανοίξει απότομα τα μάτια της μεταφέροντάς την βίαια στη πραγματικότητα . Από τον ήχο στο ξύλινο πάτωμα κατάλαβε ότι ο Νικόλας φορούσε παπούτσια, σημάδι ότι έφευγε. Η τηλεόραση σταμάτησε να παίζει. Αμέσως μετά ακούστηκε το κλείσιμο της πόρτας και το «κλικ» που σήμαινε ότι άναψε το φως του κοινόχρηστου.

Σύρθηκε με τη πλάτη αργά αργά στο τοίχο , μέχρι που κάθισε στο πάτωμα. Αγκάλιασε τα γόνατά της συνεχίζοντας να κρατά το ποτήρι και έτσι διπλωμένη ακούμπησε το κεφάλι στο μπράτσο της. Η απόγνωση γέμισε το δωμάτιο. Τη κυρίευσε ο φόβος ότι θα έμεναν για πάντα δυο άγνωστοι, ανήμποροι να εκφραστούν, με μόνη ίσως βοήθεια κάποια σημάδια που και αυτά πιθανόν να ξεθώριαζαν με τον καιρό.

Απογοητευμένη περίμενε ν’ ακούσει τον ήχο του ασανσέρ που θα τον έπαιρνε μακριά της. Αντί γι αυτό όμως, άκουσε να χτυπάει το κουδούνι της πόρτας της.




UPDATE
(29/1/2009)

Επειδή αγαπημένοι μου φίλοι παρατηρώ μια διάσταση των απόψεών σας για το αν θα συνεχιστεί ή όχι η ιστορία, θα ακολουθηθούν δημοκρατικές διαδικασίες και η απόφασή μου θα παρθεί ανάλογα με τη κρίση του λαού της πλειοψηφίας των φίλων σχολιαστών. (Καλά, ούτε η Παπαρήγα να ήμουν ε;)

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Αλαλούμ και τρεις λαλούν


Τελικά η οικονομική κρίση έχει και τα καλά της. Μετά από αρκετά χρόνια κάναμε γιορτές σύσσωμη η οικογένεια στο εξοχικό. Εγώ, ο σύζυγος, οι δύο κόρες μας- κορίτσια της παντρειάς -και η γιαγιά. Μέρα νύχτα όλοι μαζί στριμωγμένοι σε εβδομήντα τετραγωνικά. Αυτό είχα να το ζήσω χρόνια.
Τι χαρά που είχα η Μάνα! Μου βγήκε η ψυχή από παραμονές Χριστουγέννων μέχρι των Φώτων. Άσε που μου «έλειψε» και ο άντρας μου και η μοναδική μας πλέον «διασκέδαση». Ένα βράδυ μου λέει παθιάρικα στ’ αυτί «πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο να θυμηθούμε τα νιάτα μας;»
Του απαντάω με μπάσα όλο πάθος φωνή στο δικό του αυτί. «Και μετά αγάπη μου ποιόν θα φωνάξουμε να μας ξεδιπλώσει;» Δυστυχώς η εποχή της Κομανέτσι έχει περάσει ανεπιστρεπτί!
Επί της ευκαιρίας ανοίγω παρένθεση γιατί θυμήθηκα ένα ανέκδοτο.

Ρωτάει η κόρη τη γριά μάνα της.
-Ρε μάνα πως το κάνατε με τον μπαμπά σε ένα δωμάτιο στρωματσάδα με πέντε παιδιά τις γιαγιάδες και τους παππούδες;
-Κάθε φορά κόρη μου που ήθελε ο πατέρας σου μου σφύριζε. Πήγαινα κοντά του και το κάναμε μουλωχτά και στο μουγκωτό κάτω από τις κουβέρτες.
-Και όταν ήθελες εσύ;
-Τον ρωτούσα….μήπως σφύριξες άντρα μου;
Κλείνει η παρένθεση.

Αυτή λοιπόν η σύναξη ήταν ένας από τους λόγους που με χάσατε (και που σας έχασα) όλες αυτές τις μέρες.(Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι, αλλά δε θέλω να τους συζητήσω τώρα αφού αποφάσισα να κάνω μια προσπάθεια να ξαναβρώ τη χαμένη μου διάθεση). Εκτός από ένα σωρό δουλειές και μαγειρέματα, όταν έβρισκα λίγο χρόνο το λάπτοπ ήταν κατειλημμένο.. Σκοτωμός για το ποιος θα κάτσει. Λίγο ακόμα θα κολλούσε ιντερνετοπληξία κι η γιαγιά.
Στις 21 του Δεκέμβρη έκλεισα το πρώτο μου χρόνο στη μπλογκογειτονιά μας και ήμουν ιδιαίτερα συγκινημένη μ’ αυτό το γεγονός, αλλά το πισί ήταν πιασμένο, έτσι δεν μπόρεσα να μοιραστώ μαζί σας αυτή μου τη συγκίνηση. Δε πειράζει, του χρόνου αν είμαστε γεροί, αν δεν μας έχουν κόψει εν τω μεταξύ τη σύνδεση, το ρεύμα, το τηλέφωνο.
Με τον άντρα μου έχουμε κόψει τις εξόδους και δη των εορτών, εδώ και αρκετά χρόνια. Καλύτερα να μένουμε μέσα εμείς για να διασκεδάζουν τα παιδιά, ήταν το σκεπτικό. Φέτος όμως η κρίση χτύπησε και τα παιδιά!
Έτσι, αφού δε καταφέραμε να θυμηθούμε τα νιάτα μας στο αυτοκίνητο, θυμηθήκαμε τις ωραίες εποχές όταν τα παιδιά ήταν μικρά. Μετά από πολλά χρόνια παίξαμε όλοι μαζί μονόπολη, ταμπού, μπιρίμπα, και το βράδυ της παραμονής πρωτοχρονιάς μετά την κοπή της πίτας, παίξαμε «21» με τα χρήματα της μονόπολης.

Το πρωί λοιπόν της παραμονής, είχα πάει στο σούπερ μάρκετ να πάρω τα απαραίτητα. Όλως περιέργως και σε αντίθεση με άλλες χρονιές δεν υπήρχαν οι καθιερωμένες ουρές και στριμώγματα στα ταμεία. Καθώς περνούσα μπροστά από τον καταψύκτη με σταματάει μια γιαγιούλα.
-Δε με λες κοριτσάκι μου; Επειδή δε βλέπω καλά, πόσο γράφει ότι κάνει αυτό το σακουλάκι μπάμιες;
(Μήπως βλέπω εγώ; Τη πρεσβυωπία μου μέσα!) Κατεβάζω τα μυωπικά -είναι μια λύση αυτό για μας τους μύωπες-σκύβω και κολλάω τη μούρη μου στο καρτελάκι που έγραφε τη τιμή.
-1,98 γιαγιά!
-Πω πω! Πολύ ακριβές! Αχ, πότε θα γίνει πρόεδρος ο Μπάμας να μας ανεβάσει τη σύνταξη!
-Ποιός Μπάμιας; Ρωτάω αφηρημένη και επηρεασμένη από το ζαρζαβατικό.
-Ο Μπάμας καλέ, ο Αμερικάνος, ο πρόεδρος! Είπε με στόμφο η γιαγιούλα.
Άνοιξα το στόμα μου κάτι να πω αλλά το ξανάκλεισα. Προτίμησα να της αφήσω την ελπίδα ως δώρο με ένα πακέτο μπάμιες.
Την ίδια ερώτηση μου είχε κάνει και η μάνα μου το βράδυ που ο Ομπάμα κέρδισε τις εκλογές. Με πήρε τηλέφωνο στις τρεις μαύρα μεσάνυχτα, μόλις βγήκαν τα αποτελέσματα και με ξύπνησε πάνω στο καλύτερο, για να μου το ανακοινώσει όλο χαρά, θαρρείς και γω είχα μια σκασίλα! Μετά την ενημέρωση άρχισαν βροχή οι ερωτήσεις.
-Θ’ ανέβει η σύνταξή μου τώρα;(Πεντακόσια παίρνει η έρμη). Θα πέσουν οι τιμές στα τρόφιμα; Θα πέσει το πετρέλαιο; Θα κατέβει η Δεή; Θα...
Την έκοψα πριν με ρωτήσει μήπως ο Ομπάμα καταφέρει να αναστήσει και τον πατέρα.
-Δε ξέρω ρε μαμά, αν του περισσέψουν από τις άλλες υποχρεώσεις μπορεί… Έχει τόσα έξοδα ο άνθρωπος. Δείξε λίγο κατανόηση.
-Φαίνεται καλός άνθρωπος …είναι και μαύρος!
Σε λίγο και μείς θα μαυρίσουμε από τη πείνα και την ανεργία, πήγα να της πω, αλλά τους μεγάλους ανθρώπους είναι αμαρτία να τους σκοτώνεις την ελπίδα και τ’ όνειρο.

Σκέφτομαι τελικά πως όλη η οικουμένη κάτι περιμένει από τον νέο μας πλανητάρχη. Αυτός θα λύσει το Κυπριακό, το πρόβλημα στη Παλαιστίνη ,(τόσο καιρό έκανε τη πάπια επ’ αυτού, αλλά πριν λίγες μέρες έκανε μια πολύ σημαντική δήλωση. Ότι μόλις αναλάβει πρόεδρος θα ασχοληθεί!).Επίσης, θα λύσει το πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τη κρίση που περνάει ο γάμος της ξαδέλφης μου της Σταθούλας , ίσως και τη κρίση ταυτότητας που περνάει γιος μιας φίλης μου. Σπουδάζει χρηματοοικονομικά το παιδί αλλά τελευταία το ‘χει ρίξει στη χειροτεχνία. Κέντημα, τσιγκελάκι , πλέξιμο(κάτι μπλούζες ζακάρ άλλο να σου λέω κι άλλο να τις βλέπεις!). Βρήκα και γω στο πατάρι μου κάτι μισοτελειωμένα σεμεδάκια που τα είχα από τότε που ήμουν δεκαπέντε χρονών και μ’ έβαζε η μάνα μου με το ζόρι να κεντάω. Ευκαιρία λέω…μέχρι να βρει τη σεξουαλική του ταυτότητα ας εκμεταλλευτούμε το χόμπι του. Εκτός αν λόγω της φύσης των σπουδών του, ξέρει κάτι περισσότερο από μας και δεν είναι χόμπι αλλά εναλλακτικό επάγγελμα. Μάθε τέχνη κι άστηνε που έλεγαν και οι παλιοί. «Οικονομολόγος-χειροποίητα κεντήματα και πλεκτά» Γιατί όχι; Οι τσιγγάνοι δηλαδή γιατί γράφουν στο ντάτσουν, «εκταιλούντε μεταφορέ- πατάτες- χαλιά –οίδη πρικός-βιβλία»; Είναι οι μόνοι που δεν τους έχει αγγίξει το οικονομικό πρόβλημα. Έχεις ακούσει τσιγγάνο να παραπονιέται για οικονομική κρίση; Όποτε περάσεις έξω από καταυλισμό θα τους δεις μες στο τρελό κέφι να ψήνουν αρνιά στη σούβλα και ολόγυρα να χορεύουν τσιγγανοπούλες με γαρούφαλλο στ’ αυτί. Άσε δε τους γάμους! Μια βδομάδα γλέντι και η λίρα ρέει άφθονη. Όχι σα τους δικούς μας, ένα κουφέτο και έξω από το δημαρχείο, ενίοτε δε από την εκκλησία . Πού χρήματα για έξοδα και πολυέλαιους;
Πήγα προχθές στο χασάπη να πάρω μισό κιλό κιμά να ρίξω κανένα γιουβαρλάκι στη κατσαρόλα. Λίγα μέτρα πριν φτάσω στη πόρτα του χασάπη βλέπω τον τσιγγάνο να κατεβαίνει από το τεράστιο φορτηγό του, γεμάτο μέχρι πάνω με χαλιά, ενώ η τσιγγάνα καθισμένη στη κορφή των χαλιών είχε πιάσει τη κουβέντα στο κινητό. Πανικοβλήθηκα έχοντας επίγνωση τι σημαίνει τσιγγάνος σε χασάπικο, επιτάχυνα το βήμα μου, μα δυστυχώς εκείνος με δυο δρασκελιές έφτασε πρώτος και άνοιξε τη πόρτα..
Ωιμέ!
-Βάλε κουμπάρε 6 κιλά μοσχάρι, 7 κιλά μπριζόλες, καμιά δεκαριά κιλά παϊδάκια κατσικίσια, 2 κατσίκια ολόκληρα κοίτα μη λείπουν τ’ αμελέτητα, ρίξε μερικές συκωταριές, και 7-8 κοτόπουλα!
Αφού ετοίμασε τη παραγγελία ο χασάπης τον ρωτάει.
-Θέλετε τίποτα άλλο;
-Τι άλλο έχεις κουμπάρε ; ρωτάει ο αθίγγανος
-Τίποτα…απαντάει ο χασάπης.
Περίμενα η δικιά σου μια ώρα για μισό κιλό κιμά. Τα νεύρα μου τσατάλια! Άσε δε που όταν γύρισα σπίτι είχα να αντιμετωπίσω και τις φωνές του άντρα μου!
-Για κιμά πήγες και κιμάς έγινες!
Ε δεν άντεξα άλλο η γυναίκα κι όπως ήμουν φορτωμένη ξέσπασα πάνω του!
-Αμ δε φταίει κανένας άλλος…εγώ φταίω που στραβώθηκα και αντί να παντρευτώ τσιγγάνο πήρα εσένα! Έναν μικρομεσαίο επιχειρηματία!»


Σκέφτομαι ν' αλλάξω συμπεριφορά
Στίχοι: Αποστόλης Δημητρακόπουλος Μουσική: Αποστόλης Δημητρακόπουλος Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Ζερβουδάκη





Σκέφτομαι ν' αλλάξω συμπεριφορά
κι όπως μου μιλάνε κι εγώ να τους μιλάω
λέω να φορέσω τα ρούχα τ' ακριβά
κι όπου περπατάνε κι εγώ να περπατάω.

Έτσι ίσως κερδίσω μια καλή δουλειά
κάποιος απ' αυτούς θα με βολέψει
μα μην κλαίς για μένα αγάπη μου γλυκειά
δεν θα είμαι ο μόνος πολλοί έχουν πουστέψει.

Σκέφτομαι να ρίξω τον φίλο τον παλιό
σ' όσους με ρωτάνε θα λέω εκείνος φταίει
μέσα μου θα στήσω χυδαίο σκηνικό
πνιγμένο να πεθάνει το φως που ακόμα καίει.

Έτσι ίσως κερδίσω μπόλικα λεφτά
κάποιοι θα με βάλουν στο παιχνίδι
μα μην κλαίς για μένα αγάπη μου γλυκειά
δεν θα είμαι ο μόνος που βρωμάει σαν σκουπίδι.

Έτσι ίσως κερδίσω μια θέση ιδανική
κάποιον θα πετάξω απ' το μπαλκόνι
μα μην κλαίς για μένα αγάπη μου μικρή
δεν θα είμαι ο μόνος που κρατάει το τιμόνι.


Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Καλό ταξίδι Μαρία Δημητριάδη!



Σήμερα 7 Ιανουαρίου,έφυγε από τη ζωή η Μαρία Δημητριάδη, η ερμηνεύτρια που συνέδεσε τη φωνή της με τα έργα των Θεοδωράκη, Μικρούτσικου και Μαρκόπουλου.

Η Δημητριάδη ήταν 58 ετών και έπασχε από σπάνια πνευμονική νόσο. Άφησε την τελευταία της πνοή τα ξημερώματα της Τετάρτης στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός»

Γεννήθηκε στον Ταύρο, όπου τη δεκαετία του '70 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος. Μαζί με την αδελφή της, Αφροδίτη Μάνου, γνωρίζει σε πολύ νεαρή ηλικία τον Μίκη Θεοδωράκη και αρχίζει να μελετά εντατικότερα για το τραγούδι.

Η αρχή της καριέρας της
Η πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία έρχεται το 1968 με την ερμηνεία της στο πασίγνωστο τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου «Ένα πρωινό η Παναγιά μου», που ακούγεται στην ταινία «Κορίτσια στον ήλιο». Το 1969 συνεργάζεται με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον δίσκο «ο Ήλιος ο Πρώτος» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη.

Στη συνέχεια η πορεία της ταυτίζεται με το πολιτικό τραγούδι της μεταπολίτευσης. Συνεργάζεται με τον Θάνο Μικρούτσικο, στα πρώτα έργα του οποίου ήταν η βασική ερμηνεύτρια. «Πολιτικά Τραγούδια», «Καντάτα για τη Μακρόνησο» και «Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι» ήταν οι δίσκοι που την καθιέρωσαν και την κατέστησαν κεντρική μορφή στις μπουάτ της Πλάκας.

Ακολουθούν «Τα λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» και «Τα Τραγούδια του αγώνα» του Μίκη Θεοδωράκη (τρίτη επανέκδοση), καθώς και η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζηδάκι στο «Για την Ελένη» σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη. Στην 30χρονη διαδρομή της ηχογράφησε 15 προσωπικούς δίσκους και συμμετείχε σε τουλάχιστον 22 άλλους.

Απείχε από τη δισκογραφία για μακρό χρονικό διάστημα, δοκιμάζοντας ωστόσο κάποιες συνεργασίες με νεότερους συνθέτες, όπως ο Γ. Σταυριανός και ο Στέφανος Κορκολής. Μπήκε για τελευταία φορά στο στούντιο το 2001 για τους «Δον Κιχώτες» σε μουσική Θοδωρή Οικονόμου.

Ήταν παντρεμένη με τον Ανδρέα Μικρούτσικο με τον οποίο είχε αποκτήσει και έναν γιο, τον Στέργιο.

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Θα μπορούσε να ήταν προσ...ΕΥΧΗ!




Πόσα ποτάμια αίμα
Πόσα ποτάμια δάκρυ
Και πόσα παρακάλια θέλεις
ακόμα από μας

Τώρα που τρελαθήκαμε
Και λύσσαξε η μπόρα
Αν ήσουνα ποτέ εδώ
πες μου που είσαι τώρα;

Αν είσαι θεός
Γιατί δεν μας λυπάσαι
Αν είσαι θεός
Γιατί δεν μας μιλάς
Αν είσαι θεός
Γιατί δεν μας θυμάσαι,
γιατί γυρνάς την πλάτη,
γιατί μας παρατάς

Φτύνουνε τ' όνομά σου
Κατώτεροι θεοί
Ουρλιάζουνε κατάρες
γιατί σιωπάς εσύ

Κρατάνε τις ζωές μας
Του δαίμονα τα κτήνη
Αν είμαστε παιδιά σου εμείς
γιατί νικάν' αυτοί;
γιατί νικάν' αυτοί;
γιατί νικάν' εκείνοι;

Στίχοι,μουσική,ερμηνεία: Χάρης&Πάνος Κατσιμίχας

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Και μετά ; Τί;

Εμείς τα θύματα!

Εμείς οι θύτες!

Μέχρι πότε θα είμαστε και θεατές;


'Ομορφη πόλη άσχημα καίγεσαι
Γιώργος Σαρρής

Ραγίζουνε οι δρόμοι απόψε από θυμό
Φωνές τρελά πουλιά γυρεύουν ουρανό
Ματάδες με πολιτικά στις άκρες κόβουν τη κίνηση
Κολλάει η ανάσα στο βραχνό μου το λαιμό
Βρωμάει το πρόσωπό μου μαλόξ και νερό
Κοιτάει μ’ απορία το βράδυ και ψάχνει εξήγηση
Σταδίου χαμηλά ακούω τρελά ουρλιαχτά
Ληγμένα δακρυγόνα στα Εξάρχεια
Το χέρι μου γερά να μη χαθούμε είν' ζόρι σου λέω
Το νου σου στα στενά γίνεται ντου ξαφνικό
ρίχνουνε κρότου λάμψεις για εκφοβισμό
Το στόμα μου στεγνό αγωνία και καπνό αναπνέω


‘Ομορφη πόλη που άσχημα καίγεσαι ξανά
φεύγει η ζωή και πάει χαράμι
Μ’αυτό το κάτι που εδώ μέσα με πονά
Με αίμα το έγραψες στο τζάμι
Όμορφη πόλη που άσχημα καίγεσαι και κλαις
Οι οθόνες ψέματα σου τάζουν
Είν' ο παράδεισος μακριά ότι κι αν λες
Γι αυτούς που από μακριά κοιτάζουν

Σφυρίζουνε οι πέτρες η βιτρίνα κομμάτια
Τρεχάλα πάνω κάτω μη τρίβεις τα μάτια
Σκουπίδια που καπνίζουνε παντού γκρεμισμένα παρτέρια
Γερά στην αλυσίδα κρατήστε μη σπάσει
Αιμόφυρτη Ελλάδα το παιχνίδι έχεις χάσει
Η νύχτα ένας κρότος χειροπέδες φοράει στ’αστέρια
Καμένα λεωφορεία πανικός κι ασφυξία
Μια νύχτα του ’70 ζωντανεύει η ιστορία
Αθήνα μια τρελή που τρέχει πίσω στο χρόνο
Τελειώσανε τα λόγια και τα ψέματα
'Ενας ριγμένος μες στο δρόμο μες στα αίματα

Τι τον χτυπάτε ρε; Ένα πεσμένο παιδί είναι μόνο!
*******************************************************************************************************
Ζητώ συγνώμη που έκλεισα τα σχόλια. Έχουν ήδη ειπωθεί πάρα πολλά. Είναι καιρός από θεατές να γίνουμε πρωταγωνιστές!

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Λίγο πριν τη γαλήνη

Ο ουρανός είναι γεμάτος σύννεφα. Μαύρα σύννεφα που χτυπιούνται μεταξύ τους τρελαμένα απ’ τους αέρηδες. Κλείνει τα μάτια της κι εισπνέει το θαλασσινό αέρα μ’ ευγνωμοσύνη. Ισιώνει την πλάτη της για αρκετή ώρα, έχοντας τη ψευδαίσθηση ότι μ’ αυτή τη στάση θα ισιώσει τη ψυχή της. Γέμισε λακκούβες τελευταία κι είναι επικίνδυνη για ατυχήματα, για όποιον δεν ξέρει τι θα συναντήσει πλησιάζοντάς την.

Αισθάνεται ότι έχει σπαταληθεί. Όπως το νερό που τρέχει από τα λούκια και κυλιέται στην άσφαλτο, άχρηστο, αθόρυβο, περιττό. Σα ποταμός νοιώθει που έχει ξεστρατίσει.

Αυτός ο έρωτας που της έχει πάρει το νού, δεν είναι βράχος, ούτε πέτρινος όγκος ασάλευτος, γυμνός, γκρίζος. Αντάρα της θάλασσας είναι, αέρας δυνατός, ανεμοστρόβιλος σαν αυτόν που κάνει τα κύματα να ορθώνονταν σαν πελώριες βεντάλιες και να χτυπούνε αλύπητα τη στεριά, διεκδικώντας το χώρο. Τη κύκλωνε, τη παίδευε, την έτρωγε αργά αργά, βασανιστικά, όπως το σαράκι τρώει τη σάρκα και το μυαλό που υποτάσσονται σ’ αυτό που λέγεται πόθος.

«Λοιπόν Λενιώ μου,(έτσι συνήθιζε ν’ αποκαλεί τον εαυτό της), η ζωή τρέχει πολλές φορές εν αγνοία μας. Τα λάθη και οι αδυναμίες μας είναι σα τα σίδερα της φυλακής. Μας αμπαρώνουν και μας περιθωριοποιούν μέσα στις δικές τους ευθείες. Ο καθένας έχει τη δική του φυλακή έξω από δεσμοφύλακες. Λενιώ μ’ ακούς; Δεν αντέχω άλλο! Θέλω να ξεκολλήσω από αυτόν τον ανολοκλήρωτο έρωτα που σαν βεντούζα ρουφά το μυαλό μου, πίνει τη σκέψη μου, εκμεταλλεύεται το παρόν μου. Δεσμεύει τη ξενοιασιά μου, την ανεμελιά μου, την ελευθερία να χαρώ τη ζωή μου όπως τη θέλω εγώ. Κάλλιο να καταπιείς ένα μαγκάλι κάρβουνα παρά να ερωτευτείς. Στάχτη σε κάνει ο έρωτας. Στάχτη! Σαν μπει ο πειρασμός μέσα σου νερουλιάζει ο νους. Άσε, μη τα ρωτάς!» μονολογεί και ξεθυμαίνει. Ευτυχώς που δεν την ακούει κανείς.

Είναι πολύς ο καιρός που έτσι ονειροπαρμένη χτυπιόταν και στριφογύριζε σαν δαιμονισμένη στο κρεβάτι της. Ο έρωτας. Ο έρωτας που την έκαιγε, έτσι απλά σα τη φλόγα του αναπτήρα της. Μια φλόγα που έκανε το κορμί της να πυρακτώνεται, να πληθαίνουν οι χυμοί, να ζητούν διεξόδους.

Το ίδιο μαρτύριο κι αυτή τη νύχτα. Απ’ τα χαράματα σηκώθηκε και αγνοώντας τον καιρό πήρε τον κατήφορο για τη παραλία. Πλάι στο μουγκρητό της θάλασσας που χόχλαζε από θυμό κι έφτανε σχεδόν μέχρι τα πόδια της, αποκομμένη απ’ τα εγκόσμια και την άθλια πραγματικότητα της εποχής, ζούσε τη δική της αλήθεια. Ζούσε έστω και για λίγο ελεύθερη. Εκεί, σ’ αυτήν τη θάλασσα, έλεγε όλα τα μυστικά του κορμιού και της ψυχής της. Μια θάλασσα παράξενη που νόμιζε κανείς ότι είχε ρουφήξει το παράπονο των μοναχικών ανθρώπων, πίκρισε απ’ το δάκρυ και αντάριασε. Ποτέ δεν ησύχαζε, σαν τους κόρφους τους αχάιδευτους που βαριαναστενάζουν. Ριπίδια στους βράχους εκτόνωναν τη μανία από τα κύματα και απέναντι…αχ! εκεί απέναντι, εκεί ήταν Εκείνος. Σε κείνη τη στεριά τη τυλιγμένη στη θολούρα του νερού που σαν να ‘χε ηφαίστεια ο βυθός του, ανέβαζε ατμούς και την έκρυβε από τα μάτια της.

Το νόμιμο και το παράνομο, το έντιμο και το άτιμο, το πρέπον και το μη πρέπον, η λογική και το παράλογο, ήταν πια άβαρες λέξεις χωρίς ουσία. Έπρεπε επειγόντως να τον συναντήσει. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε το τέλος.

Μέσα στη βροχή και στον άνεμο, μουσκεμένη μέχρι τη ψυχή της , έκλεισε τα μάτια της και γαλήνεψε το πρόσωπό της από το ξάφνιασμα μιας πληρότητας, που έφτανε στα όρια του απίστευτου. Απίστευτο ήταν κι αυτό που ακολούθησε.

Γύρισε σπίτι. Ένα τηλεφώνημα στην αεροπορική εταιρεία, κλείσιμο θέσης με την απογευματινή πτήση. Ίσα που προλάβαινε. Καθώς έριχνε στο σακβουαγιάζ τα απαραίτητα, ανακάλυψε πως κάτι έλειπε και σταμάτησε απότομα. Η χαμένη της αυτοπεποίθηση. Προσπάθησε να θυμηθεί που την είχε κρύψει πριν από αρκετά χρόνια. Έψαξε σε κάθε γωνιά. Στο ραφάκι με τα σαμπουάν και τα αφρόλουτρα. Στο βαλιτσάκι με τα καλλυντικά της. Πίσω από τον καθρέφτη του μπάνιου. Μέσα στο συρτάρι με τα εσώρουχά της. Ακόμα και στο πατάρι των αναμνήσεών της. Στα υπόγεια της ψυχής της. Πουθενά! Δε πειράζει, θα έφευγε χωρίς αυτήν. Της έφτανε η αλήθεια της. Έτσι κι αλλιώς είχε πάρει απόφαση ν’ ακολουθήσει τη θεωρία της νυχτοπεταλούδας, που πετάει προς στο φως κι ας είναι να την κάψει.



Στιχοι,μουσική,ερμηνεία: Χρήστος Θηβαίος



Μες στα σύννεφα, ζωή μου
μακριά απ'τη φυλακή μου να με πας
Να μ'αγγίζει ο αέρας,
σαν το ξύπνημα μιας μέρας να γελάς.
Να κουρνιάζω στο πλευρό σου,
μες στο παραμιλητό σου να με βρεις.
Ν'ακουστεί το όνομά μου
κι εσύ ράγισε, καρδιά μου
κι ας χαθείς, ας χαθείς.

Να με σήκωνε ένα κύμα
να με λύτρωνε απ'το κρίμα της ψυχής.
Να ξεπλύνει το θυμό μου
να ξανάρθει τ'όνειρό μου να το δεις.
Ας ερχόταν ένα βράδυ

να 'χε φως κι όχι σκοτάδι να το ζεις.
Να μπορώ να σου γελάσω

κι ύστερα να προσπεράσω
κι ας χαθείς, ας χαθείς.

Του μυαλού μου οι εικόνες
να 'σβηναν σαν να 'ταν πόρνες της στιγμής.
Να μην έχω να θυμάμαι
όλα αυτά που με πονάνε,
ας χαθείς.
Να μην ξέρω πια τι κάνεις,
άλλο να μη με πικράνεις,
δεν μπορώ.
Δεν μπορώ να σε κοιτάζω
και στα λόγια να μη βάζω
σ'αγαπώ.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Χορός και μαθηματικά.

Aναρτήθηκε στην ΑΝΑΣΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ 10-2-2008

Δε θυμάμαι από πότε άρχισε να μου αρέσει ο χορός. Πιθανόν από τη μέρα που γεννήθηκα. 'Ισως πάλι από πριν γεννηθώ.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όπου γλέντι και χαρά, η Μαντάλω πρώτη. Στην πρώτη τάξη του δημοτικού έθεσα το αίτημα μου στην οικογένεια."Θέλω να με γράψετε στο μπαλέτο". Με έγραψαν. Σε ένα σύλλογο του δήμου με παραδοσιακούς χορούς. Τσάμπα βλέπεις.
Πού χρήματα για μπαλέτα και πολυτέλειες; Μεροδούλι- μεροφάι ο πατέρας, πέντε στόματα είχε να ταΐσει, μαζί με τη γιαγιά έξι. Και η "πριγκιπέσα" τους ήθελε και μπαλέτα. Βολεύτηκα με τους παραδοσιακούς. Εκεί εκτόνωνα το πάθος μου με την κίνηση και τον χορό.
Στην πρώτη Γυμνασίου γράφτηκα στο "Λύκειο Ελληνίδων". Για όσους δε γνωρίζουν… "πανελλήνιος συλλογος (ή σωματείο δε θυμάμαι)παραδοσιακών χορών".Τσάμπα και κει φυσικά. Αλλά είχα μεγαλώσει και δεν την έβρισκα πια με τους κυκλωτικούς χορούς.Ήταν η εποχή που είχαν αρχίσει να μου τη σπάνε οι κύκλοι γενικώς.
Τρελαινόμουν όμως με χορούς"ζευγαρωτούς", με ιδιαίτερη αδυναμία στο μπάλο , όπου εκεί μας μάθαιναν όσο χορεύουμε, να μην αφήνουμε από τα μάτια μας, τα μάτια του παρτενέρ μας. Σε οποίο σημείο βρισκόμασταν, απέναντι , δίπλα, πίσω , τα κεφάλια πάντα ήταν γυρισμένα και κοιταζόμασταν στα μάτια. (Κάτι που μου έχει μείνει μέχρι και τώρα, όχι όταν χορεύω, αλλά όταν συζητάω). Ήταν και ένας άλλος χορός, που μου άρεσε πολύ, φερμένος από τα βάθη της Ανατολίας, κάτι σαν βάση του γνωστού "ζεϊμπέκικου", με τη διαφορά ότι αυτός ο χορός απαγορεύονταν από το σύλλογο να τον χορεύουν τα κορίτσια, τα οποία απλά χτυπούσαν παλαμάκια όταν χόρευαν τα αγόρια(Ζεϊμπέκηδες). Όμως, το ζεϊμπέκικο μαζί με το τσιφτετέλι, ήταν εκείνοι ακριβώς οι χοροί που ήξερα από πριν γεννηθώ.
Στην τρίτη τάξη παράτησα και το Λ.Ε, δεν έφτανε ο χρόνος, ζοριζόμουν και στο σχολείο, μετριότατη μαθήτρια με εξαίρεση τα μαθηματικά, που μαζί με το χορό ήταν τότε οι δύο μεγάλες μου αγάπες.
Είπα μαθηματικά και τι θυμήθηκα…!
Έκτη τάξη στο τέταρτο Γυμνάσιο θηλέων. Κοπέλα ντροπαλή, διακριτική, σχεδόν αφανής. Μέσα μου κάτι σιγόβραζε, αλλά δεν είχα καταλάβει ακόμη τι ήταν. (Μη κάνετε συγκρίσεις με τις σημερινές εφηβικές ηλικίες...καμιά σχέση). Είχα ήδη αρχίσει τότε να καταλαβαίνω ότι ο χορός για μένα δεν ήταν απλά "γλέντι". Ήταν ένας τρόπος συναισθηματικής έκφρασης. Ήμουν στενοχωρημένη ...χόρευα. Ήμουν χαρούμενη ...χόρευα.Όταν ερωτεύτηκα τον Λάκη Κομνηνό έβγαζα τον νταλκά μου χορεύοντας σέικ. Όλες οι φίλες μου τότε ήταν ερωτευμένες με τον Πουλόπουλο. Εγώ με τον Κομνηνό τον οποίο μάλιστα γνώρισα σε ρόλο κακού και αιμοβόρου, βρώμικου και άσκημου, δε θυμάμαι πιο έργο ήταν. Δηλαδή θυμάμαι, αλλά δε θέλω να θυμάμαι τις μαλακίες που μας πήγαιναν να βλέπουμε με το σχολείο, άσε που άμα το πω θα προδοθεί η χρονολογία και... εντάξει μη σας προβληματίζω τώρα με προσθαφαιρέσεις.Μετά έγινε καλός και όμορφος στο "εκείνο το καλοκαίρι"αλλά τότε μου πέρασε, γιατί ερωτεύτηκα τον οδηγό του λεωφορείου με το οποίο πηγαίναμε σχολείο και είχε βάρδια πρωινή μέρα παρά μέρα. Έναν μουρτζούφλη γύρω στα εικοσιπέντε, με τη τσίμπλα στο μάτι και μονίμως αξύριστο, επτά η ώρα το πρωί που παίρναμε το λεωφορείο. Στον οδηγό αφιέρωσα καμιά δεκαριά μπάλους. Μετά μου πέρασε κι αυτός.
Τελευταία εκδρομή, ημερήσια, λίγο πριν αρχίσουν οι τελικές εξετάσεις. Συνοδός των τριάντα κοριτσιών της τάξης μου, ο μαθηματικός. Νέος(με τα σημερινά μου μάτια) και φρεσκοδιορισμένος εκείνη τη χρονιά στο σχολείο μας . Εικοσιπέντε από τις συμμαθήτριες ερωτευμένες με τον μαθηματικό. Οι άλλες τέσσερις, δεσμευμένες ήδη, πήγαιναν για γάμο μετά το τέλος του σχολείου. Και εγώ, που εκτός ότι αναρωτιόμουν τι του έβρισκαν του «γέρου», ήταν και το γεγονός ότι με αηδίαζε οτιδήποτε είχε σχέση με χαρέμι και αγέλη.( Κάτι που δε κατάφερα να ξεπεράσω μέχρι και σήμερα). Φανατικός πολέμιος της "αγελοποίησης των μαζών"κάποια ωραία εποχή... Αγελοποιήθηκα (λίγο) αναγκαστικά αργότερα, αλλά η χαρεμοποίηση συνεχίζει να μου προκαλεί αναγούλα.
Στο δρόμο της επιστροφής, λοιπόν, από την εκδρομή. Μουσική στο πούλμαν με τραγούδια μερακλίδικα, οι εικοσιπέντε σαν σουρωμένες μελισσούλες να σειούνται να λυγιούνται γύρω από τον μαθηματικό στις μπροστινές θέσεις, οι τέσσερις κοιμόντουσαν ή ονειρεύονταν τη μέρα του γάμου τους και γω στη τελευταία σειρά των καθισμάτων, είχα κλείσει τα μάτια μου για να μη βλέπω τις «μελισσούλες» και μου γυρίζουν τ' άντερα.
Συνεπαρμένη από τη μουσική χόρευα με τη φαντασία μου τον δικό μου χορό, μόνο για μένα, ξυπόλητη σε μια αμμουδιά, δίπλα σε μια μεγάλη φωτιά. Τώρα πώς τόλμησα και πώς μου βγήκε δε ξέρω... σηκώνομαι όρθια πάνω στο κάθισμα, χωρίς ν'ανοίξω τα μάτια μάτια μου και αρχίζω να λικνίζομαι σε αργό ρυθμό τσιφτετελιού, μιμούμενη τη κίνηση των φύλλων του δέντρου, όταν ελαφρύς αέρας τα διαπερνά, με τα χέρια ψηλά, χαλαρά και λυγισμένα ελαφρώς στους αγκώνες, να κάνουν κινήσεις ανάλογες με το σώμα, πότε να σταυρώνουν μεταξύ τους μπροστά στο πρόσωπο, πότε να ανεβαίνουν λίγο πάνω από το κεφάλι, πότε να κατεβαίνουν στο ύψος των ώμων, ακολουθώντας την ήπια αυτή κίνηση οι παλάμες και τα δάκτυλα. Το κεφάλι ριγμένο πάντα πίσω, χωρίς να ανοίγουν τα μάτια. Βρισκόμουν σε κατάσταση έκστασης.
Το τραγούδι τέλειωσε, συνήλθα από την έκσταση και κατακόκκινη (φαντάζομαι) γιατί αισθανόμουν να έχει πάρει φωτιά το πρόσωπό μου, άνοιξα τα μάτια μου με την ελπίδα ότι δε με είχε δει κανείς. Όμως, λίγα εκατοστά μπροστά μου βλέπω το πρόσωπο του μαθηματικού, ανασηκωμένο προς το μέρος μου, όπως συνέχιζα να είμαι επάνω στο κάθισμα, να με κοιτάζει με ένα βλέμμα που πρώτη φορά έβλεπα στη ζωή μου.(Λίγο καιρό αργότερα έμαθα ότι αυτό είναι "βλέμμα αντρικό") και με μια φωνή αγνώριστη(ένα χρόνο τον άκουγα να παραδίδει, τέτοιο ήχο πρώτη φορά άκουγα) να μου λεει:
«Βρε σιγανοπαπαδιά …που ήσουν κρυμμένη εσύ τόσο καιρό»;
«Πως είπαμε σε λένε»;
«Δε σε ρώτησα το επώνυμο... το άλλο... το μικρό…»

ΕΕΕΕΕ...ΕΕΕΕΕ.....ΕΛΑ ΣΤΟ ΧΟΡΟ....!
ΡΙΧΤΟ ΡΕ ΝΙΟΝΙΟ ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΑΝTAMA



Update: Το τραγούδι που πρόσθεσα παρακάτω είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στο φίλο μου τον Μπάλο (Gvarvaki) που μου ζήτησε κάτι μερακλίδικο σαν αυτό του πούλμαν. Εγώ όμως έβαλα ακριβώς ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΠΟΥΛΜΑΝ!
(Καλά μερακλώθηκα για τα καλά σήμερα!)


Στίχοι: Νίκος Γκάτσος. Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος. Ερμηνεία: Σωτηρία Λεονάρδου
cd "Το ρεμπέτικο"




Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Η σκιά της φλόγας

Mια φορά κι έναν καιρό ήταν μια Ανάσα. Η Ανάσα του Βορρά! Κάποια στιγμή άλλαξε σπίτι, άλλαξε όνομα (μη ψάχνετε τώρα τους λόγους, αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο) και έγινε Ανασαιμιά.

Σκέφτηκα λοιπόν να μεταφέρω εδώ κάποιες από τις αναρτήσεις που είχα κάνει στην "Ανάσα του Βορρά" και τις έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Με αυτόν τον τρόπο κάνω και μια σύνδεση με το παλιό αγαπημένο μου μπλογκάκι για να το γνωρίσουν και οι καινούριοι μου φίλοι.





"Κι γω σ’ ευχαριστώ! Αν και το πιο σύντομο, αυτό ήταν το πιο όμορφο "ταξίδι" μας από όλα τα προηγούμενα."
Ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο κι η πόρτα έκλεισε.
Αυτή τη φορά όχι με δύναμη ή κλωτσιά όπως άλλοτε. Όχι! Απαλά, αργά, σιγανά. Σαν κάποιος να κοιμόταν και δεν ήθελε να τον ξυπνήσει.
Σώμα και κεφάλι στηρίχτηκαν στη πόρτα, μάτια που σφάλισαν, χέρια που παρέλυσαν και κρέμασαν, αλλά η ακοή συνέχισε να ελπίζει…
Ήχος από βήματα που απομακρύνονταν…ήχος ασανσέρ που ανεβαίνει… ήχος ασανσέρ που σταματάει… ήχος κλεισίματος πόρτας ασανσέρ… ήχος ασανσέρ που κατεβαίνει… και μετά …ο τρομακτικός ήχος της απόλυτης σιωπής. Η ανάσα έκανε μια διακεκομμένη θορυβώδη βουτιά στους πνεύμονες, όταν συνειδητοποίησε ότι είχαν αδειάσει.
'Ορμηξε στα στίβενσαν. Δυο δάχτυλα που έτρεμαν έκαναν προσπάθεια να βγάλουν ένα τσιγάρο που έσπασε στη διαδρομή. Δεύτερo. Bγήκε σώο! Η στέρηση της νικοτίνης ήταν σίγουρα αυτό που έφερνε το τρέμουλο. Δυο ώρες χωρίς τσιγάρο και μάλιστα με τέτοια συζήτηση, δεν είναι λίγο. 'Ασχετα αν τις ώρες που ήταν μαζί , η τελευταία της έγνοια ήταν το κάπνισμα. Δεν της το είχε απαγορέψει ποτέ. Αντιθέτως! Αλλά δεν ήθελε να του το θυμίζει σκεπτόμενη μήπως τον παρασύρει πάλι σε παλιές του «αμαρτίες».
Τον σεβόταν πάνω απ’ όλα. Τον σεβόταν όσο τίποτα άλλο! Τον σεβόταν όχι με την έννοια του φόβου αλλά την άλλη, την …γνήσια, εκείνη που πηγάζει από… πού στο διάολο είναι ο αναπτήρας; Ποτέ δεν τον βρίσκεις όταν τον χρειάζεσαι.
Θαρρείς και εξαφανίζεται ως δια μαγείας. Μα πριν λίγο, που της μιλούσε, όταν γύρισε τα μάτια προς το διαχωριστικό, ψάχνοντας ένα σημείο να κρύψει το βλέμμα της, είδε τον αναπτήρα πάνω στα τσιγάρα της. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό! Βρήκε άλλον κι άναψε τσιγάρο. Δυσκολεύτηκε να σημαδέψει τη φωτιά εκεί που έπρεπε. Όταν το πέτυχε, συνέχισε να κρατάει τον αναπτήρα αναμμένο στην ίδια θέση. Σα να προσπαθούσε με τη φλόγα του να κάψει τις αναμνήσεις... τα όνειρα…
Η νικοτίνη βούτηξε με λύσσα στο αίμα. Ένοιωσε το μούδιασμα. Το τρέμουλο δεν σταμάτησε. Περίεργο!
Προχώρησε προς τη μπαλκονόπορτα. Κοίταξε κάτω στο δρόμο, πιέζοντας με τον αντίχειρα του χεριού που κρατούσε το τσιγάρο, τη δεξιά άκρη του κάτω της χείλους, δαγκώνοντας την. Ο καπνός εισχώρησε στη μύτη και τα μάτια της και δάκρυσε. Από αυτό ήταν τα δάκρυα λοιπόν; Από τον καπνό! Φοβήθηκε μήπως ήταν… από κάτι άλλο(;)… Αποκλείεται! Δεν έκλαιγε εύκολα. Σχεδόν ποτέ!
Της ήρθε στο νου η Λαμπέτη στη «Φιλουμένα Μαρτουράνο»… «Ντουμή, κλαίω, κλαίω Ντουμή…κλαίω, μπορώ και κλαίω…»!!! Άγγιγμα των δακρύων με το δείκτη… δοκιμή της γεύσης τους με την άκρη της γλώσσας. Μιμήθηκε την κίνηση της Λαμπέτη-Φιλουμένα. Πικρά της φάνηκαν. Μπα, θυμάται ότι πριν πολλά πολλά χρόνια, τότε που μπορούσε να κλάψει, ότι ήταν αλμυρόξινα. Και τώρα πικρά; Άλλαξε η γεύση τους; Το κωλοτσίγαρο θα φταίει.
Ίσα που πρόλαβε να δει τον σκούρο μπλε όγκο της Ξαρά να εξαφανίζεται στη βροχή, παίρνοντας τη τελευταία στροφή.
-Καλό «δρόμο» να έχεις και να προσέχεις.

Ανάσα του Βορρά 5-2-2008

Marianne Faithfull-Who will take my dreams away

Get your own playlist at snapdrive.net!


I can't give you all my dreams
Nor the life I live.
You and I know what friendship means,
That's all we got to give.

Who will take your dreams away
Takes your soul another day.
What can never be lost is gone,
It's stolen in a way.

Please, don't stand too close to me,
Can you hear my heart ?
Take my warmth and lean on me
When we're not apart.

Now our mission is complete
And our friends are here. (?)
Evil things brought down by the light,
Life goes on until the end.